- πολιτικός
- -ή, -ό / πολιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [πολίτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον πολίτη (α. «πολιτικά δικαιώματα» — τα δικαιώματα που συνίστανται στη συμμετοχή τού πολίτη στην άσκηση τής κρατικής εξουσίας και τα οποία είναι: το δικαίωμα τού εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα κατοχής δημόσιων αξιωμάτων, αιρετών ή όχι, και το δικαίωμα να είναι κάποιος ένορκοςβ. «πολιτικά δικαστήρια» — τα δικαστήρια που δικάζουν τους πολίτεςγ. «πολιτικὸς ξύλλογος», Πλάτ.δ. «πλήθους τε ἰσονομίας πολιτικῆς καὶ ἀριστοκρατίας σώφρονος προτιμήσει», Θουκ.)2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διοίκηση τών κοινών, στον τρόπο διοίκησης τής πολιτείας (α. «πολιτικά ζητήματα» β. «πολιτικὰ πράγματα», Ισοκρ.)3. ο σχετικός με τον δημόσιο βίο («πολιτικοί λόγοι»)4. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόσωπο το οποίο μετέχει στη διακυβέρνηση τού τόπου5. το αρσ. ως ουσ. ο πολιτικόςάτομο που έχει ως κύρια ασχολία του τα δημόσια πράγματα, ο πολιτευόμενοςβ. (το αρσ. ως κύριο όν.) Πολιτικόςτίτλος ενός από τους διαλόγους τού Πλάτωνος7. το θηλ. ως ουσ. η πολιτικήη πολιτικιά8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πολιτικάτα σχετικά με τη διοίκηση τών κοινών, οι υποθέσεις που αφορούν στη διοίκηση τής πολιτείας9. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Πολιτικάσύγγραμμα τού Αριστοτέλους απαρτιζόμενο από οκτώ βιβλία, στο οποίο εκτίθενται οι γνώμες τού φιλοσόφου για την πολιτεία και τους πολίτεςνεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις λοιπές, εκτός τής εκκλησιαστικής και στρατιωτικής, εξουσίες (α. «παρέστησαν οι πολιτικές αρχές» — β, «πολιτικός γάμος» — γάμος που τελείται από πολιτική αρχή, ιδίως δήμαρχο ή κοινοτάρχη ή εκπρόσωπό τους, χωρίς την παρεμβολή τής Εκκλησίας2. αυτός που μεταχειρίζεται καλούς τρόπους, ευέλικτος, διπλωμάτης3. το θηλ. ως ουσ. α) η τέχνη, η επιστήμη τής διακυβέρνησης τού κράτουςβ) ο τρόπος χειρισμού τών κρατικών υποθέσεων, το πρόγραμμα που εφαρμόζει μια κυβέρνηση στους διάφορους κρατικούς τομείς (α. «οικονομική πολιτική» β. «εκπαιδευτική πολιτική»)γ) η εξωτερική πολιτική, ο τρόπος αντιμετώπισης και χειρισμού τών σχέσεων τής χώρας με τα άλλα κράτη («η πολιτική τών μεγάλων δυνάμεων την εποχή εκείνη ήταν μάλλον αρνητική»)δ) τό να πολιτεύεται κανείς, η ενεργός συμμετοχή στα δημόσια πράγματα, στον δημόσιο βίο τής χώρας (α. «η πολιτική τόν κατέστρεψε» β. «τα τελευταία χρόνια δεν ασχολούμαι με την πολιτική»)ε) η κατεύθυνση, οι σκοποί, οι αρχές και οι αντιλήψεις τής δημόσιας δραστηριότητας ενός πολιτικού άνδρα («η πολιτική του Βενιζέλου ήταν εθνική»)στ) επιτήδειος τρόπος ενέργειας και συμπεριφοράς σε ένα θέμα3. φρ. α) «πολιτικό κόμμα» — ομάδα οργανωμένη με σκοπό την κατάκτηση και την άσκηση τής εξουσίας μέσα σε μια πολιτείαβ) «πολιτικό σύστημα» — το σύνολο τών νομικών θεσμών που συνθέτουν ένα πολίτευμα ή μια πολιτεία καθώς και το σύνολο τών πραγματικοτήτων τής πολιτικής ζωήςγ) «πολιτική ζωή» — το σύνολο τών δραστηριοτήτων, διεργασιών και σχέσεων που αναπτύσονται στο πλαίσιο μιας συντεταγμένης πολιτείας σε μια δεδομένη στιγμή, η πορεία και η εξέλιξη τών κοινών, ο δημόσιος βίοςδ) «πολιτική εξουσία»ί) η υπέρτατη δύναμη, ισχύς, που απορρέει από τη γενική θέληση μέσα σε μια πολιτεία και η οποία τήν κατευθύνει προς την πραγματοποίηση τών σκοπών της επιβάλλοντας κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς αναγκαστικής εφαρμογήςii) άτομο ή ομάδα ατόμων ή πλειοψηφία που εκφράζουν την υπέρτατη δύναμη στην πολιτική κοινωνίαiii) η δύναμη οργάνωσης τής κοινωνικής ζωήςε) «πολιτική επιστήμη»i) η συστηματική σπουδή, με εφαρμογή τής επιστημονικής ανάλυσης, τής λειτουργίας τής πολιτικής εξουσίαςii) η μελέτη τής πολιτείας και τών θεσμών και οργάνων με τα οποία συντάσσεται και λειτουργεί η πολιτείαστ) «πολιτική φιλοσοφία» — η μελέτη τών πολιτικών ιδεών σε συσχετισμό με την εποχή τους, τής θέσης και τής ιεραρχίας τών αξιών, τών αρχών τού πολιτικού καθήκοντος, τού γιατί δηλαδή οι άνθρωποι οφείλουν ή δεν οφείλουν να υπακούουν στην πολιτική εξουσία, τής φύσης βασικών εννοιών όπως είναι το δίκαιο, η δικαιοσύνη και η ελευθερία, με στόχο να υποδειχθεί το υπό διάφορες εκδοχές δέον γενέσθαι ώστε να επιτευχθεί η επιβίωση, καθώς και η βελτίωση τής ανθρώπινης ζωήςζ) «πολιτική κοινωνία» — η οργανωμένη υπό ενιαία πολιτική εξουσία κοινωνία, η πολιτεία, το κράτοςη) «πολιτική κοινωνιολογία» — η συστηματική μελέτη τών πολιτικών φαινομένων στην αλληλεξάρτηση και αμοιβαία δράση τους με τα λοιπά στοιχεία τού κοινωνικού συστήματος, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες, την οικονομία και τεχνική, την επιστήμη, τις κοινωνικές δομές, τη θρησκεία, την ιδεολογία, την ηθική, την τέχνηθ) «πολιτική αγωγή»(νομ.) η αγωγή που ασκείται εναντίον τού κατηγορουμένου στο ποινικό δικαστήριο και έχει ως αντικείμενο την αξίωση αποζημίωσης εξαιτίας τού δικαζόμενου εγκλήματος ή τη χρηματική ικανοποίηση εξαιτίας τής ηθικής βλάβης ή τής ψυχικής οδύνης τού παθόντοςι) «πολιτική αεροπορία» — το σύνολο τών αεροσκαφών, τών εγκαταστάσεων εξυπηρέτησης, τών υπηρεσιών και τών διαδικασιών που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά επιβατών και εμπορευμάτωνια) «πολιτική άμυνα»στρ. σύνολο μέτρων προστασίας τού άμαχου πληθυσμού κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεωνιβ) «πολιτική δίκη» — η διαδικασία ενώπιον τών τακτικών δικαστηρίων επί διαφορών και υποθέσεων τού ιδιωτικού δικαίου σύμφωνα με τους κανόνες τής πολιτικής δικονομίαςιγ) «πολιτική δικονομία» — το σύνολο τών κανόνων δικαίου που διέπουν την οργάνωση και την απονομή τής δικαιοσύνης στο πεδίο τού ιδιωτικού δικαίουιδ) «πολιτική οικονομία»i) (κατά την κλασική αντίληψη) σύνολο πρακτικών κανόνων συμπεριφοράς οι οποίοι αποσκοπούν στο να ευνοήσουν την αύξηση τού πλούτου και τής δύναμης μιας χώραςιι) (κατά τη μαρξιστική αντίληψη) κοινωνική επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη τών κοινωνικών σχέσεων παραγωγής και την αμοιβαία δράση τους με τις παραγωγικές δυνάμεις, τους νόμους που διέπουν την παραγωγή και την κατανομή τών υλικών αγαθών στην ανθρώπινη κοινωνία κατά τα διάφορα στάδια εξέλιξής τηςιε) «πολιτική διαθήκη» — το κύκνειο άσμα ενός ηγεμόνα ή μεγάλου πολιτικού ηγέτη υπό μορφή γραπτού κειμένου στο οποίο διαλαμβάνονται οι τελευταίες του εκτιμήσεις για την πολιτική και το έργο του καθώς και οι παραινέσεις και οδηγίες του προς του διαδόχους του και τις επερχόμενες γενεές για την ακολουθητέα πορείαιστ) «πολιτικό δικαστήριο» — το δικαστήριο που έχει δικαιοδοσία να δικάζει τις διαφορές ιδιωτικού δικαίου, καθώς και τις υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας και δημόσιου δικαίου οι οποίες με νόμο έχουν υπαχθεί στα δικαστήρια αυτής τής κατηγορίαςιζ) «πολιτικό έγκλημα» — η αξιόποινη πράξη που προσβάλλει θεσμούς τού πολιτεύματος με στόχο τη μεταβολή ή την κατάργησή τουςιη) «Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης» ή συντ. «ΠΕΕΑ» — προσωρινή κυβέρνηση που σχηματίστηκε από εκπροσώπους τού ΕΑΜ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων, στις 10 Μαρτίου 1944, για την άσκηση νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στις υπό τον έλεγχο τών οργανώσεων αυτών απελευθερωμένες περιοχές τής χώρας, όπου είχε καταλυθεί η εξουσία τών αρχών κατοχής και τής υποχείριάς τους κυβέρνησης τής Αθήναςιθ) «πολιτικός παράγοντας» — πολιτικό πρόσωπο που ασκεί επιρροή σε ορισμένο γεωγραφικό, ιδίως, αλλά και διοικητικό χώροκ) «πολιτικό γραφείο»i) το ιδιαίτερο γραφείο ενός πολιτευόμενουii) ανώτερο εκτελεστικό όργανο ορισμένων πολιτικών κομμάτων αντίστοιχο τής εκτελεστικής επιτροπής άλλων κομμάτωνκα) «πολιτική γεωγραφία» — η γεωγραφία που ασχολείται με την περιγραφή τής πολιτικής οργάνωσης τών κρατώνκβ) «νομισματική πολιτική» — βλ. νομισματικόςκγ) «πολιτικός μηχανικός» — επιστήμονας ειδικός στη μελέτη, σχεδίαση και εκτέλεση τεχνικών έργων και ειδικότερα οικοδομικών κατασκευών για αστική και βιομηχανική χρήση, συγκοινωνιακών κατασκευών οδοποιίας, σιδηροδρόμων, αεροδρομίων και λιμένων, συγκοινωνιακών λειτουργιών και μεταφορών, καθώς και έργων εκμετάλλευσης τών υδάτινων πόρων με κατασκευές φραγμάτων, υδροηλεκτρικών έργων, αρδευτικών, αποστραγγιστικών κ.ά. έργωνκδ) «πολιτικός ρεαλισμός»i) (γενικά) τό να στηρίζει ένας πολιτικός (ή μια πολιτική ηγεσία) τις αναλύσεις, εκτιμήσεις και προβλέψεις του καθώς και τις δραστηριότητες, τις επιδιώξεις και τους στόχους του σε πραγματικά δεδομένα, στην πραγματικότητα, και όχι σε αυθαίρετα υποκειμενικά συμπεράσματα, σε υποθετικά στοιχεία, σε παρορμήσεις και σε ευσεβείς πόθουςιι) (κοινων.) σύστημα ιδεών και κριτήριο το οποίο τονίζει την υπεροχή και προτεραιότητα αυτού που είναι αντικειμενικό και αναγκαίο, σε αντιδιαστολή με τὸ φαινομενικό, το υποκειμενικό και υποθετικό ή φανταστικόκε) «πολιτική ηγεσία»i) η καθοδήγηση, ο τρόπος με τον οποίο ένας πολιτικός σχηματισμός κατευθύνει τη δράση του και τους οπαδούς του για την πραγμάτωση τών προγραμματικών του στόχωνii) τα αιρετά ή διοριζόμενα πρόσωπα που αποτελούν το ανώτατο καθοδηγητικό όργανο ενός διοικητικού ή πολιτικού σχηματισμού ή το σύνολο τών πολιτικών αρχηγών και τών αιρετών ή διορισμένων πολιτικών καθοδηγητικών οργάνων μιας χώρας (α. «η πολιτική ηγεσία τού υπουργείου Παιδείας» β. «σύσσωμη η πολιτική ηγεσία τού τόπου καταδίκασε την τρομοκρατία»)κστ) «πολιτική γραμμή»i) η προγραμματική κατεύθυνση, η πορεία της δραστηριότητας ενός πολιτικού σχηματισμού, μιας πολιτικής ηγεσίας ή ενός πολιτευτήii) η στρατηγική και η τακτική, οι στρατηγικοί σκοποί και οι τακτικοί στόχοι ενός πολιτικού κόμματος, καθώς και οι τρόποι και οι μέθοδοι δράσης για την επίτευξη τουςκζ) «πολιτικός χάρτης» — χάρτης που απεικονίζει τα κύρια πολιτικά χαρακτηριστικά τής χαρτογραφούμενης περιοχής, όπως λ.χ. θέση και όρια κρατών, διοικητική υποδιαίρεσή τους, κυριότερες πόλεις και οικισμούς, καθώς και τις κυριότερες επικοινωνίεςκη) «πολιτικό κέντρο»i) κύριος οικισμός μιας γεωγραφικής περιοχής στον οποίο είναι εγκατεστημένες οι διοικητικές κ.ά. αρχές τής περιοχήςii) ονομασία πολιτικής οργάνωσης εσέρων και μενσεβίκων που δημιουργήθηκε στο Ιρκούτσκ τής Σιβηρίας το 1919 και αργότερα ανέτρεψε την εξουσία τού αντεπαναστάτη ναυάρχου Κολτσάκ, ο οποίος είχε σχηματίσει κυβέρνηση στο Ομσκ και στη συνέχεια στο Ιρκούτσκ, η οποία αντιμάχονταν τους μπολσεβίκουςκθ) «πολιτικός θάνατος» — η εκμηδένιση τής επιρροής και ισχύος ενός πολιτευόμενουνεοελλ.-μσν.α) «πολιτική γλώσσα»(στο Βυζ.) η δημώδης γλώσσαβ) «πολιτικός στίχος»(στο Βυζ.) ο δεκαπεντασύλλαβος τονικός ιαμβικός στίχος(μσν) (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οί πολιτικοίο λαόςαρχ.1. εξευγενισμένος («ἐπιχώριον φῡλον ὀξὺ καὶ πολιτικόν», Πολ.)2. περιποιητικός3. αυτός που αποτελείται από πολίτες (α. «τό τε τῶν συμμάχων στράτευμα διῆκε καὶ τὸ πολιτικὸν οἴκαδε ἀπήγαγεν», Ξεν.β. «πολιτικὸν δικαστήριον» — το δικαστήριο που απαρτιζόταν από εγχώριους πολίτες, σε αντιδιαστολή προς το ξενικόν, που απαρτιζόταν από πολίτες προσκεκλημένους από ξένη χώρα4. αυτός που ζει σε κοινωνία, κοινωνικός («ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον», Αριστοτ.)5. αυτός που αρμόζει σε ελεύθερη κυβέρνηση («κοινὸν δὲ μέσον τούτων ἀμφότερα ταῦτα διὸ καὶ πολιτικόν», Αριστοτ.)6. αυτός που προέρχεται από την πόλη ή την πολιτεία, σε αντιδιαστολή προς το φυσικός ή το γενικός («οὐ γὰρ ἐκ πολιτικῆς αἰτίας», Δημοσθ.)7. αυτός που αρμόζει στη συνήθη ζωή τού πολίτη, συνηθισμένος («ἀκουσάτω δὲ ὡς ἐπί πολιτικοῡ καννάθρου κατῄει εἰς Ἀμύκλας ἡ θυγάτηρ αὐτοῡ», Ξεν.)8. (για γλώσσα ή ύφος) δόκιμος («τῶν ὀνομάτων τὰ πολιτικά», Ισοκρ.)9. το θηλ. ως ουσ. η επιστήμη που μελετά τις αρχές οι οποίες ορίζουν τις κανονικές σχέσεις και τα καθήκοντα τών πολιτών10. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολιτικόνα) οι πολίτεςβ) το στράτευμα που αποτελείται από πολίτες11. φρ. α) «πολιτική χώρα» — έκταση τού δημοσίουβ) «πολιτική στρατηγία»(στη Ρώμη) το αξίωμα τού αστυδίκουγ) «πολιτικωτέρα ἐγένετο ἡ ὀλιγαρχία» — η ολιγαρχία έκλινε περισσότερο προς το δημοκρατικό πολίτευμαδ) «τά πολιτικά πράττω» — λαμβάνω μέρος στη δημόσια ζωήε) «πολιτικά βλάπτω» — βλάπτω τα συμφέροντα τής πόληςστ) «πολιτική βοήθεια» — κρατική βοήθεια.επίρρ...πολιτικώς / πολιτικῶς ΝΜΑ και πολιτικά Νσύμφωνα με τους νόμους τής πολιτείας, ως πολίτηςνεοελλ.1. από πολιτική άποψη, με τρόπο που αφορά στην πολιτική2. φρ. «πολιτικώς ενάγων» — αυτός που, επειδή αδικήθηκε, ασκεί το δικαίωμα ενώπιον ποινικού δικαστηρίου να λάβει αποζημίωση και αποκατάσταση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνηςμσν.φρ. «πολιτικῶς κινῶ» — κινώ πολιτική αγωγήαρχ.1. με καλό τρόπο, ευγενικά2. κατά τον συνηθισμένο τρόπο3. φρ. «πολιτικῶς ἔχω» — ενεργώ κατά συνταγματικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.